Ειδικοί επιστήμονες των αρμόδιων ερευνητικών Ινστιτούτων του «Δημόκριτου», παραχώρησαν συνέντευξη Τύπου για την πυρηνική κρίση στην Ιαπωνία, και διαβεβαίωσαν … ότι λόγω της μεγάλης απόστασης, οι μέχρι τώρα μετρήσεις ραδιενέργειας στην Ελλάδα, τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος, δεν εμπνέουν καμία ανησυχία και δε δικαιολογούν τη λήψη μέτρων.
Τόνισαν όμως πως, αντίθετα, σοβαρή ανησυχία δημιουργούν τόσο οι πεπαλαιωμένοι πυρηνικοί αντιδραστήρες που λειτουργούν σε γειτονικές χώρες, όσο και η προοπτική κατασκευής αντιδραστήρα στο Ακούγιου της Τουρκίας.
«Δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από την Ιαπωνία, αλλά από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της περιοχής μας και τα πυρηνικά απόβλητα… Πρέπει να αντιδράσουμε», τόνισε ο διευθυντής και πρόεδρος του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», δρ Ν. Κανελλόπουλος και επισήμανε ότι η πυρηνική κρίση στην Ιαπωνία αποτελεί μια ευκαιρία για να αναδειχτεί το ζήτημα αυτό που απασχολεί την Ελλάδα.
Όπως είπε, δεν είναι δυνατό να κατασκευαστεί αντιδραστήρας στην Τουρκία, ακόμα κι αν είναι νέου τύπου, σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από σεισμικό ρήγμα, γι αυτό χρειάζεται έγκαιρη αντίδραση, προτού η Ελλάδα βρεθεί ίσως κάποια στιγμή προ εκπλήξεως.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι ένα λιγότερο γνωστό, αλλά σημαντικό, πρόβλημα αποτελούν τα πυρηνικά απόβλητα της Ουκρανίας, τα οποία μέσω του ποταμού Δνείπερου, που χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα, μπορεί τελικά να μολύνουν τη Μεσόγειο, γι’ αυτό πρέπει να δημιουργηθεί ένα «φράγμα» που θα εμποδίζει τη διαρροή τους.
Ακόμα, ο κ. Κανελλόπουλος τόνισε ότι η πυρηνική ενέργεια δε μπορεί να αποτελεί λύση στον ενεργειακό προγραμματισμό μίας χώρας (ούτε της Ελλάδας) και τόνισε οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα δώσουν τη λύση, με δεδομένο μάλιστα, όπως εκτίμησε, ότι παγκοσμίως το πετρέλαιο θα επαρκεί το πολύ για 35 χρόνια ακόμα, έναντι 68-176 ετών του φυσικού αερίου και 224 ετών του άνθρακα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στις δυνατότητες μελλοντικής αξιοποίησης νέων πηγών, όπως το μεθάνιο, ακόμα και από την Ελλάδα.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής Τεχνολογίας και Ακτινοπροστασίας, δρ Ιωάννης Παπάζογλου, εξέφρασε την ελπίδα ότι, σχετικά με τον υπό ανάπτυξη τουρκικό αντιδραστήρα, θα υπάρξει απάντηση στο πλαίσιο συντονισμένης ευρωπαϊκής ρύθμισης για τις προδιαγραφές των μελλοντικών αντιδραστήρων.
Σχετικά με την ιαπωνική κρίση, υπογράμμισε ότι το νέο ατύχημα, για διάφορους τεχνικούς λόγους, «δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει Τσερνόμπιλ». Αναφερόμενος στις νέες προτάσεις για το σταθμό της Φουκουσίμα (σκέπασμα με ειδικό «σεντόνι», ρίψη ρητίνης), είπε ότι πρόκειται για μέτρα που δεν έχουν ληφθεί ποτέ στο παρελθόν και μπορεί να δοκιμαστούν για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα.
Για τις αναφορές ότι βρέθηκαν ίχνη ραδιενεργού ιωδίου σε γάλα στις ΗΠΑ, είπε ότι είναι κάτι αναμενόμενο με δεδομένη την μετακίνηση των ραδιοϊσοτόπων στην ατμόσφαιρα, για την Ελλάδα όμως τόνισε ότι δεν συντρέχει κανένας κίνδυνος.
Όπως είπε, στην περίπτωση του Τσερνόμπιλ που ήταν σοβαρότερο ατύχημα (ανώτατη βαθμολογία «επτά» στην κλίμακα των πυρηνικών συμβάντων), σε σχέση με αυτό της Φουκουσίμα (βαθμολογία «πέντε»), η μέγιστη μέτρηση κάποιας επίπτωσης της ραδιενέργειας δεν ξεπέρασε μια ακτίνα 3.000 χιλιομέτρων, δηλαδή πολύ μικρότερη από την απόσταση Ελλάδας-Ιαπωνίας. Συνεπώς, όπως ανέφερε, ο κίνδυνος για την Ευρώπη και ειδικότερα την Ελλάδα είναι αμελητέος.
Ο ερευνητής του ίδιου Ινστιτούτου δρ Π. Κρητίδης (ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις μετρήσεις του «Δημόκριτου», όταν είχε συμβεί το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ), επίσης υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία ανησυχία για τη χώρα μας και τα εγχώρια οικοσυστήματα, με βάση τις έως τώρα αναλύσεις των αερολυμάτων μετά το ιαπωνικό ατύχημα, καθώς ανιχνεύονται σχεδόν μηδενικά ίχνη ραδιενέργειας. Ακόμη και 100 φορές μεγαλύτερες να ήσαν οι μετρήσεις ραδιοϊσοτόπων που καταγράφονται στη χώρα μας λόγω του αδύναμου ραδιενεργού νέφους που έχει έρθει από την Ιαπωνία, πάλι δεν θα υπήρχε πρόβλημα, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Ο ερευνητής του ίδιου Ινστιτούτου δρ Σ.Ανδρονόπουλος, ειδικός στην ατμοσφαιρική διασπορά της ραδιενέργειας, τόνισε ότι δεν αναμένεται να υπάρξουν τέτοια επίπεδα στην χώρα μας, που να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων. Εξήγησε ότι μπορεί ακόμα υπάρχει ένα διάχυτο εξασθενημένο ραδιενεργό νέφος πάνω από το βόρειο ημισφαίριο (και την Ελλάδα, όπου έγινε αντιληπτό για πρώτη φορά στις 24 Μαρτίου από τους εγχώριους σταθμούς μέτρησης), το οποίο ίσως μείνει μερικές μέρες ακόμα, όμως τα ίχνη ραδιενέργειας που περιέχει, είναι υπερβολικά ασήμαντα για να προκαλέσουν κάποια ανησυχία.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιογνωστικών Προϊόντων δρ Γ.Παντελιάς εμφανίστηκε απολύτως καθησυχαστικός σχετικά με την πιθανή ραδιενεργή ρύπανση των τροφίμων και τις υποτιθέμενες επιπτώσεις στην υγεία, τονίζοντας ότι δε χρειάζονται υπερβολές.
Όπως εξήγησε, ακόμα και αν τα τρόφιμα που καταναλώνονταν στην Ελλάδα (εισαγόμενα από Ιαπωνία ή γειτονική χώρα) περιείχαν ραδιενέργεια, θα έπρεπε ένας άνθρωπος να φάει χιλιάδες κιλά για να έχει πρόβλημα. Επισήμανε ακόμα ότι περισσότερες από τις μισές ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις χρησιμοποιούν ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ραδιενέργεια).
Ότι η κατάσταση δεν εμπνέει ανησυχία για την Ελλάδα, συμφώνησε και ο ερευνητής δρ Ι. Σταματελάτος, ειδικευμένος στη ραδιολογική προστασία.
troktiko.eu
Τόνισαν όμως πως, αντίθετα, σοβαρή ανησυχία δημιουργούν τόσο οι πεπαλαιωμένοι πυρηνικοί αντιδραστήρες που λειτουργούν σε γειτονικές χώρες, όσο και η προοπτική κατασκευής αντιδραστήρα στο Ακούγιου της Τουρκίας.
«Δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από την Ιαπωνία, αλλά από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της περιοχής μας και τα πυρηνικά απόβλητα… Πρέπει να αντιδράσουμε», τόνισε ο διευθυντής και πρόεδρος του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», δρ Ν. Κανελλόπουλος και επισήμανε ότι η πυρηνική κρίση στην Ιαπωνία αποτελεί μια ευκαιρία για να αναδειχτεί το ζήτημα αυτό που απασχολεί την Ελλάδα.
Όπως είπε, δεν είναι δυνατό να κατασκευαστεί αντιδραστήρας στην Τουρκία, ακόμα κι αν είναι νέου τύπου, σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από σεισμικό ρήγμα, γι αυτό χρειάζεται έγκαιρη αντίδραση, προτού η Ελλάδα βρεθεί ίσως κάποια στιγμή προ εκπλήξεως.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι ένα λιγότερο γνωστό, αλλά σημαντικό, πρόβλημα αποτελούν τα πυρηνικά απόβλητα της Ουκρανίας, τα οποία μέσω του ποταμού Δνείπερου, που χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα, μπορεί τελικά να μολύνουν τη Μεσόγειο, γι’ αυτό πρέπει να δημιουργηθεί ένα «φράγμα» που θα εμποδίζει τη διαρροή τους.
Ακόμα, ο κ. Κανελλόπουλος τόνισε ότι η πυρηνική ενέργεια δε μπορεί να αποτελεί λύση στον ενεργειακό προγραμματισμό μίας χώρας (ούτε της Ελλάδας) και τόνισε οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα δώσουν τη λύση, με δεδομένο μάλιστα, όπως εκτίμησε, ότι παγκοσμίως το πετρέλαιο θα επαρκεί το πολύ για 35 χρόνια ακόμα, έναντι 68-176 ετών του φυσικού αερίου και 224 ετών του άνθρακα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στις δυνατότητες μελλοντικής αξιοποίησης νέων πηγών, όπως το μεθάνιο, ακόμα και από την Ελλάδα.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής Τεχνολογίας και Ακτινοπροστασίας, δρ Ιωάννης Παπάζογλου, εξέφρασε την ελπίδα ότι, σχετικά με τον υπό ανάπτυξη τουρκικό αντιδραστήρα, θα υπάρξει απάντηση στο πλαίσιο συντονισμένης ευρωπαϊκής ρύθμισης για τις προδιαγραφές των μελλοντικών αντιδραστήρων.
Σχετικά με την ιαπωνική κρίση, υπογράμμισε ότι το νέο ατύχημα, για διάφορους τεχνικούς λόγους, «δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει Τσερνόμπιλ». Αναφερόμενος στις νέες προτάσεις για το σταθμό της Φουκουσίμα (σκέπασμα με ειδικό «σεντόνι», ρίψη ρητίνης), είπε ότι πρόκειται για μέτρα που δεν έχουν ληφθεί ποτέ στο παρελθόν και μπορεί να δοκιμαστούν για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα.
Για τις αναφορές ότι βρέθηκαν ίχνη ραδιενεργού ιωδίου σε γάλα στις ΗΠΑ, είπε ότι είναι κάτι αναμενόμενο με δεδομένη την μετακίνηση των ραδιοϊσοτόπων στην ατμόσφαιρα, για την Ελλάδα όμως τόνισε ότι δεν συντρέχει κανένας κίνδυνος.
Όπως είπε, στην περίπτωση του Τσερνόμπιλ που ήταν σοβαρότερο ατύχημα (ανώτατη βαθμολογία «επτά» στην κλίμακα των πυρηνικών συμβάντων), σε σχέση με αυτό της Φουκουσίμα (βαθμολογία «πέντε»), η μέγιστη μέτρηση κάποιας επίπτωσης της ραδιενέργειας δεν ξεπέρασε μια ακτίνα 3.000 χιλιομέτρων, δηλαδή πολύ μικρότερη από την απόσταση Ελλάδας-Ιαπωνίας. Συνεπώς, όπως ανέφερε, ο κίνδυνος για την Ευρώπη και ειδικότερα την Ελλάδα είναι αμελητέος.
Ο ερευνητής του ίδιου Ινστιτούτου δρ Π. Κρητίδης (ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις μετρήσεις του «Δημόκριτου», όταν είχε συμβεί το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ), επίσης υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία ανησυχία για τη χώρα μας και τα εγχώρια οικοσυστήματα, με βάση τις έως τώρα αναλύσεις των αερολυμάτων μετά το ιαπωνικό ατύχημα, καθώς ανιχνεύονται σχεδόν μηδενικά ίχνη ραδιενέργειας. Ακόμη και 100 φορές μεγαλύτερες να ήσαν οι μετρήσεις ραδιοϊσοτόπων που καταγράφονται στη χώρα μας λόγω του αδύναμου ραδιενεργού νέφους που έχει έρθει από την Ιαπωνία, πάλι δεν θα υπήρχε πρόβλημα, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Ο ερευνητής του ίδιου Ινστιτούτου δρ Σ.Ανδρονόπουλος, ειδικός στην ατμοσφαιρική διασπορά της ραδιενέργειας, τόνισε ότι δεν αναμένεται να υπάρξουν τέτοια επίπεδα στην χώρα μας, που να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων. Εξήγησε ότι μπορεί ακόμα υπάρχει ένα διάχυτο εξασθενημένο ραδιενεργό νέφος πάνω από το βόρειο ημισφαίριο (και την Ελλάδα, όπου έγινε αντιληπτό για πρώτη φορά στις 24 Μαρτίου από τους εγχώριους σταθμούς μέτρησης), το οποίο ίσως μείνει μερικές μέρες ακόμα, όμως τα ίχνη ραδιενέργειας που περιέχει, είναι υπερβολικά ασήμαντα για να προκαλέσουν κάποια ανησυχία.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιογνωστικών Προϊόντων δρ Γ.Παντελιάς εμφανίστηκε απολύτως καθησυχαστικός σχετικά με την πιθανή ραδιενεργή ρύπανση των τροφίμων και τις υποτιθέμενες επιπτώσεις στην υγεία, τονίζοντας ότι δε χρειάζονται υπερβολές.
Όπως εξήγησε, ακόμα και αν τα τρόφιμα που καταναλώνονταν στην Ελλάδα (εισαγόμενα από Ιαπωνία ή γειτονική χώρα) περιείχαν ραδιενέργεια, θα έπρεπε ένας άνθρωπος να φάει χιλιάδες κιλά για να έχει πρόβλημα. Επισήμανε ακόμα ότι περισσότερες από τις μισές ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις χρησιμοποιούν ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ραδιενέργεια).
Ότι η κατάσταση δεν εμπνέει ανησυχία για την Ελλάδα, συμφώνησε και ο ερευνητής δρ Ι. Σταματελάτος, ειδικευμένος στη ραδιολογική προστασία.
troktiko.eu